πρωτοτομος

πρωτοτομος
    πρωτότομος
    πρωτό-τομος
    2
    свежесрезанный
    

(κράμβη Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πρωτοτομος" в других словарях:

  • πρωτότομος — ον, Α αυτός που κόπηκε για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + τομος (< τόμος < τέμνω)] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοτόμου — πρωτότομος first cut masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοτόμους — πρωτότομος first cut masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»